- βοτρυφόρος
- βοτρυφόρος, -ον (Μ)ο βοτρυηφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
ՈՂԿՈՒԶԱԲԵՐ — ( ) NBH 2 0507 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 12c, 13c ա. βοτρυφόρος uvas ferens. Որ բերէ զողկոյզս, կամ տայ զխաղող. *Այգի տաշտաւոր եւ ողկուզաբեր՝ գինէբուղխ: Այգի տաշտաւոր՝ ողկուզաբեր որթոյն: Յողկուզաբեր որթոյն հայրատունկ՝ ուռք պտղաբերք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)